Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

ΕΦΗΜΕΡΙΑ


Λες, πώς από τότε πού κατάλαβες, εφημερεύεις. Σου εδόθη ή ημέρα, και είπες• ιδού εγώ μέσα στο μελιχρό φως, μέσα στον οικείο χρόνο, μέσα στον απρόσμενο κόσμο, που μου εφανερώθη και που είναι ο Ναός μου.
Τίποτε δεν σου ανήκει, σου εδόθη όμως ένα κερί, ή ψυχή σου. Από τότε πού κατάλαβες, άναψες το κερί και είπες, θα το κρατώ αναμμένο μέσα σε τούτη την κοσμική ξαγρύπνια, ίσαμε να λειώσει. Αυτή είπες πώς είναι ή εφημερία σου. Και είπες πώς βρίσκεσαι στην ακμή του φωτός, και πώς αυτό είναι το πάν πού σου έδωρήθη.
Από τότε πού κατάλαβες, δεν έχεις να κάνεις τίποτε, παρά να κρατάς αναμμένο το κερί στο Ναό πού τάχθηκες να εφημερεύεις, όσο κρατάει ή ήμερα. Δεν έχεις ούτε να γνωρίσεις, ούτε να πονέσεις, ούτε να ελπίσεις, ούτε να χαρείς.΄Ολα αυτά τα έκαμες προ της εφημερίας, τότε πού δεν είχες καταλάβει.
Τώρα σιώπησες, όπως σιωπηλά είναι όλα τριγύρω σου. Μόνο το φως. Και εφημερεύεις στο φως. Καθώς αναδύθηκες από το όνειρο, αναστήθηκες στο σιωπηλό φως. Και κοιτάς απορημένος όσο κρατάει το κερί σου, το φως του κεριού σου, το φως του κόσμου, το μελιχρό.
Δεν πέρασε από το νου σου κανένας αίνος, ούτε πώς περιμένεις τίποτε, ούτε σε φοβίζει τίποτε. Όπως το κερί πού απλώς φωτίζει και λειώνει και τίποτε άλλο. Εσύ την εφημερία σου τηρείς. Ώσπου να έρθει ό άλλος, να ανάψει από το κερί σου το κερί του. θα καθήσει στη σκοπιά σου, καθώς θα αποχωρείς. Χωρίς να αλλάξετε κουβέντα.
Και ξέρεις πώς το φως του κεριού σου είναι πού ανάβει τον μεγάλο πολυέλαιο του σύμπαντος. Και λες, αν σβήσει το φως του κεριού μου, ολόκληρο το σύμπαν θα βυθιστεί στο σκότος. Και αυτό δεν σε τρομάζει. Αρκεί, λες, πού τηρώ την εφημερία μου. Τα άλλα δεν είναι δικά μου. Εκείνος πού με έφερε εδώ, με το κερί αναμμένο στο χέρι, προνοεί. Κι αν δεν προνοεί, εσύ δεν θα μπορούσες να κάμεις τίποτε παραπάνω. Ομως, αν δεν προνοούσε, πώς θα βρισκόσουν εδώ, καταμεσής του φωτός;
Και σκέφτεσαι μήπως καμιά φορά Εκείνος διαβεί άπο τον τόπο σου. Λες, μπορεί να επιθεωρεί τις σκοπιές και δεν ήρθε ακόμη ή σειρά μου.Ισως να έρθει ύστερα άπο χιλιάδες χρόνια. Η ίσως να πέρασε πριν από χιλιάδες χρόνια. Έτσι σκέφτεσαι και μέσα σου ερημώνει ακόμη περισσότερο ή σκηνή του κόσμου.
Είναι στο χέρι σου να κλείσεις το Ναό, αρκεί να φυσήξεις ελαφριά τη φλόγα του κεριού σου καί αύτη θα σβήσει αμέσως και το σκότος θα καταφθάσει απόλυτο. Ομως εσύ δεν θα το κάμεις ποτέ, όσο κι αν είναι εύκολο. Μόνο πού απορείς, και λες, γιατί είναι τόσο εύκολο να σβήσεις κάτι πού για να το ανάψεις είναι ακατόρθωτο; Πού δεν θα άναβε ποτέ, αν Εκείνος δεν το άναβε; Απλώς απορείς.
Αυτή ή απόλυτη σιωπή στέκεται επάνω από τις φωνασκίες του πολιτισμού. Καί αυτό το απόλυτο φως υψώνεται επάνω από τις φωταψίες του πολιτισμού. Προηγείται ή σιωπή των φωνασκιών καί το φως των φωταψιών. Το μόνο που μπορεί να κάμει ό φλύαρος πολιτισμός είναι να σβήσει το κερί πού δεν το άναψε αυτός. Το κερί άναψε τον πολιτισμό.
Ό πολιτισμός σου λέγει πώς είσαι εφήμερος. Γι' αυτόν τον χαρακτηρισμό εσύ αδιαφορείς, διότι ξέρεις πώς σημασία έχει να εφημερεύεις εφημέριος στο Ναό.
Ακούς λόγια πολλά. Είναι φορές πού σε πικραίνουν πώς είσαι μόνος, πώς είσαι ύπαρξη τραγική, πώς σε αναμένει ή οδύνη. Και εσύ απελπίζεσαι, προς στιγμήν. Και είναι φορές πού σε χαροποιούν και απολαμβάνεις την ήμερα σου, τους ίμερους της ζωής, τις ελπίδες του πνεύματος. Και εσύ ευφραίνεσαι, προς στιγμήν. Όμως όσο μετέχεις στη χαρά ή στον πόνο δεν παύεις να συλλογίζεσαι πώς στο τέλος σημασία έχει να στέκεσαι στη σκοπιά σου, με το κερί αναμμένο στο χέρι σου.
Έτσι πραγματοποιείς την εφημερία σου μέσα στην απόλυτη σιωπή. Διότι Εκείνος σε έθεσε εδώ σιωπηλά, με το φως στα χέρια σου, να αύγάζει το πρόσωπο σου. Και λες, κρατώ το κερί αναμμένο για να μη πέσει το σκότος, ώστε να λειώσει στο φως. Μόνον αυτό έχει στο τέλος σημασία. Τα άλλα είναι θνητή φλυαρία, πού δεν προσθέτουν τίποτε σε τούτο το κοσμικό δεδομένο: το κερί που κρατάει αναμμένο το πολύφωτο του σύμπαντος.
Ακούς λόγια πολλά. Ομως όλοι οι πολιτισμοί ύστερα από τον ιλιγγιώδη πάταγο καταβυθίζονται στη σιωπή. Κάποιος ρίχνει άμμο επάνω από τους θορυβώδεις πολιτισμούς ώσπου στο τέλος τους κατακαλύπτει ή έρημος. Όπως ό Ποσειδώνας έρριξε άμμο επάνω από το εκκωφαντικό τοπίο της Τρωάδας, και το ερήμωσε.
Εσύ όμως αυτά τα ήξερες από πρίν, γι' αυτό προτίμησες την εφημερία σου. Αυτό, λες, είναι το κοσμικό σου καθήκον. "Ολα τα άλλα καθήκοντα τα κατακαλύπτει ή άμμος του Ποσειδώνα και αφανίζει κάθε ίχνος τους ούτε Αχιλλέας, ούτε Πάτροκλος, ούτε Έκτορας, ούτε το Ιερό πτολίεθρο με τα άπαρτα κάστρα. Είναι όλα τους παρμένα από τον συλητή χρόνο.
Όμως την εφημερία σου δεν την κατακαλύπτει καμιά σιωπή, επειδή είναι σιωπή, κανένα φως, επειδή είναι φως. Όλα είναι λίαν καλά μέσα σε αυτή την απόλυτη μοναξιά. Και όταν ενδίδεις, λες πώς είναι πολύ πικρή τούτη ή κοσμική μοναχικότητα.
Όμως χωρίς το φως θα υπήρχε σκότος. Και λες πώς είναι λίαν καλό το φως.
Όρθιος, με το κερί στο χέρι, ωσάν φαροφύλακας των διαστημάτων, μήπως δεν δουν τα αστέρια το δρόμο τους και χαθούν στο σκότος.
Γλυκό που είναι το μελιχρό φως, γλυκεία πού είναι ή παραμονή στο φως. Και λες, εδώ θα μείνω ώσπου να με λειώσει το φως.
Τότε θα τελειώσει και ή εφημερία σου στο Ναό της υπάρξεως. Εσύ πού ξαγρύπνησες πολύ, πέσε τώρα και άποκοιμήσου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου