Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Η μεταστροφή στην Ορθοδοξία του γνωστού ηθοποιού Jonathan Jackson!


Είναι αλήθεια συναρπαστικό να βλέπεις ανθρώπους διαφορετικής κουλτούρας και τρόπου ζωής να βρίσκουν στην Ορθοδοξία έναν κοινό παρανομαστή.Όταν οι άνθρωποι αναζητούν τον Χριστό με ανοιχτή καρδιά και ταπείνωση,Εκείνος τους οδηγεί στην Αλήθεια.

Μεγάλη εντύπωση προκάλεσε η είδηση ότι ο γνωστός ηθοποιός Jonathan Jackson ΕΔΩ και ΕΔΩ (κάτοχος βραβείων Emmy,πρωταγωνιστής πολλών ταινιών,ο οποίος έγινε γνωστός από τον ρόλο του Λάkι στο σήριαλ General Hospital),ασπάστηκε την Ορθοδοξία μαζί με την οικογένειά του-τώρα είναι κατηχούμενοι-και πρόκειται να βαπτιστεί το Μέγα Σάββατο.
Μπορείτε να ακούσετε μία συνέντευξή του στο ancientfaith.com/podcasts
Μεταξύ άλλων, στην ερώτηση «Τι μήνυμα θέλεις να στείλεις στους φανς σου για την Ορθόδοξη πίστη»απάντησε:
«Θα ήθελα να είμαι με την μεριά εκείνη που προτιμάει τα λίγα λόγια και δίνει περισσότερη βάση στην προσευχή.Νομίζω ότι είναι το πιο ωραίο πράγμα που μπορείς να νοιώσεις.
Ο Θεός αγάπησε τόσο πολύ τον κόσμο που έδωσε τον μονογενή Του Υιό για να σώσει όλη τη δημιουργία.Αν κάποιος πλησιάζει τον Θεό,τότε εκεί είναι το τέλειο σπίτι.Αν προέρχεσαι από διαφορετική νοοτροπία ή παράδοση κάποιες φορές είναι δύσκολο αλλά είναι μία ευλογία να κάνεις την υπέρβαση»

Πηγή: http://www.proskynitis.blogspot.com/
29 Μαρτίου, 2012 — vatopaidifriend4

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ομιλία προς τους Γυμνασιόπαιδες στην Πνύκα


Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ αυτὸν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ αυτὰ να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ απλοὺς ανθρώπους, χωρικούς και ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ο,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ο,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ημέρα χειρότερα• διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, η εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του η εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δυό χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μίαν αρμάδα…

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ ὀλίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ στην καθημερινή του ζωή‏


Μερικοί διαβάζοντας κείμενα του Γέροντος Σωφρονίου τον εκλαμβάνουν ως έναν μεγάλο θεολόγο, όπως και ήταν, αλλά συγχρόνως νομίζουν ότι ήταν απρόσιτος, απροσπέλαστος για τους ανθρώπους. Όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Όταν τον συναντούσες, έβλεπες έναν ασκητή με ενοποιημένη την ύπαρξη του, με την απλότητα και καθαρότητα της ζωής του, γενικά έβλεπες έναν γνήσιο καί αυθεντικό άνθρωπο, απαλλαγμένο από παντός είδους πάθη, ανασφάλειες καί συμβατικότητες.
Όταν μελέτησα το βιβλίο του Γέροντος Σωφρονίου για τον όσιο Σιλουανό στην πρώτη έκδοση του, αναπτύχθηκε μέσα μου ή επιθυμία να τον γνωρίσω προσωπικά. Τον καιρό εκείνο ζούσε στην Αγγλία στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Εσσεξ καί αισθάνθηκα την επιθυμία να τον επισκεφθώ. Τότε βρισκόταν στην ηλικία των ογδόντα ετών, αλλά ήταν ακμαίος, δυνατός, παρά τίς ασθένειες πού τον ταλαιπωρούσαν. Δεχόταν όλο τον κόσμο, συζητούσε με τους ανθρώπους, εξομολογούσε, όχι βέβαια πολλούς, λειτουργούσε κάθε Κυριακή, πολλές φορές καί το Σάββατο, έγραφε τα τελευταία βιβλία του, έτρωγε μαζί μας στην Τράπεζα της Μονής, έκανε συνάξεις στους μοναχούς, ταξίδευε κάποτε – κάποτε για να επισκεφθεί άλλες Κοινότητες πού τον προσκαλούσαν, επισκεπτόταν σπίτια γνωστών του ανθρώπων στις πλησιόχωρες πόλεις κ.λπ. Ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος καί σκόρπιζε παντού αισιοδοξία.Θα περιγράψω με συντομία μερικές σκηνές πού έζησα κατά καιρούς καί τίς ζούσε καί όποιος επισκεπτόταν το Μοναστήρι για να συναντήσει τον Γέροντα.
Υποδοχή
Καθένας πού πήγαινε στο Μοναστήρι αισθανόταν ότι οι μοναχοί τον υποδέχονταν, με εντολή του Γέροντα, ως μια μοναδική προσωπικότητα. Όταν ό Γέροντας γνώριζε την ώρα πού θα έφθανε ό γνωστός του, έβγαινε να τον προϋπαντήσει καί να τον χαιρετήσει ή έστελνε κάποιο μοναχό για να του μεταφέρει την αγάπη του καί να του εκφράσει την χαρά του πού έκανε τόσο μεγάλο ταξίδι για να έλθει κοντά του. Έδινε εντολή να τον περιποιηθούν κατάλληλα καί να τον κάνουν να αισθανθεί σαν στο σπίτι του.

Θεία Λειτουργία – προσευχή
Το κεντρικό πνευματικό σημείο της Ιεράς Μονής καί του Γέροντα ήταν ή θεία Λειτουργία καί ή κενωτική θυσία πού βιώνει κανείς σε αυτήν. Λειτουργούσε κάθε Κυριακή, πολλές φορές καί το Σάββατο, καί κοινωνούσε τίς άλλες ήμερες πού γινόταν ή θεία Λειτουργία.
Όταν λειτουργούσε, ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος όλος ό ψυχοσωματικός του κόσμος σαν σε γροθιά. Έβλεπε κανείς ότι ό νους του ήταν επικεντρωμένος στην καρδιά. Δεν τολμούσες να τον κοιτάξεις καί προ παντός να του μιλήσεις. Οι κινήσεις του ήταν ιεροπρεπείς καί αργές καί ευλογούσε τον κόσμο με επίγνωση του τί έκανε, βλέποντας όλους τους παρευρισκομένους. Οι εκφωνήσεις του λέγονταν σε τέτοιο τόνο καί ρυθμό ώστε να μπορεί άνετα να παρακολουθεί ό νους τα λεγόμενα, διότι, όταν κανείς ψάλλει πολύ γρήγορα ή πολύ αργά, τότε ο νους αποσπάται.
Εκείνο πού αισθανόταν κανείς ήταν ότι ό Γέροντας προσευχόταν καί με την λογική, λέγοντας τίς ευχές, αλλά καί με τον νου του πού ήταν μέσα στην καρδιά. Πολλές φορές στην θεία Λειτουργία βυθιζόταν, ιδίως όταν κατά το αποστολικό ανάγνωσμα καθόταν λίγο στην καρέκλα για να ξεκουρασθεΐ. Δεν επρόκειτο για σωματικό ύπνο, άφοϋ είχε συνείδηση του τι γινόταν στον Ναό
Ή καθημερινή προσευχή, πού είχε καθιερώσει να γίνεται στον Ναό, καί πολλές φορές καί εκείνος ήταν «παρών», γινόταν σε έντονα κατανυκτικό κλίμα, πού δημιουργούσε μετάνοια καί αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Για δύο ώρες το πρωί καί δύο ώρες το βράδυ, μέσα στον Ναό, με μόνον τον φωτισμό της κανδήλας, λεγόταν με το στόμα (κάποιος εκφωνούσε) ή ευχή στον Χριστό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τον Θεού, έλέησον ημάς” καί στην Παναγία: «Ύπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», σε διάφορες γλώσσες.
Ή θεία Λειτουργία καί ή προσευχή αγίαζε όλη την ατμόσφαιρα της Ιεράς Μονής καί ανέπτυσσε το εύκρατο κλίμα της γνήσιας μοναχικής ζωής.

Αγάπη στους ανθρώπους
Ή αγάπη του προς τους ανθρώπους οι όποιοι επισκέπτονταν το Μοναστήρι ήταν μεγάλη. Χαιρόταν πού το Μοναστήρι ήταν πάντα ανοιχτό καί οί μοναχοί δέχονταν τον κόσμο με μεγάλη χαρά καί χωρίς να δυσανασχετούν. Γνώριζε ότι οί άνθρωποι της εποχής μας ειναί πονεμένοι από διάφορα αίτια καί ως πονεμένοι είναι ευαίσθητοι σε κάθε δυσκολία πού συναντούν καί έτσι εκφράζουν διάφορα παράπονα. Καί γι’ αυτό έδειχνε την πλούσια αγάπη του, ιδίως στους πονεμένους καί περιφρονημένους ανθρώπους.Τίς Κυριακές το Μοναστήρι ήταν ένας τόπος συνάντησης εκατοντάδων ανθρώπων, πού μετά την θεία Λειτουργία κινούνταν άνετα μέσα στον εσωτερικό χώρο της Μονής, έτρωγαν στην Μονή, οί περισσότεροι με τα φαγητά πού έφεραν μαζί τους, κάτω από τα πανύψηλα δένδρα πού βρίσκονταν στο εσωτερικό της, εξομολογούνταν στους Πνευματικούς Πατέρες της Μονής, συμμετείχαν στην Παράκληση, άκουγαν την καθιερωμένη ομιλία.
Ιδιαίτερη αγάπη εξέφραζε στα μικρά παιδιά. Τα αγκάλιαζε, τους μοίραζε σοκολάτες, έδινε γλυκά, γιόρταζε τίς εορτές τους καί έψαλλε τον πολυχρονισμό τους καί γενικότερα μιλώντας με τα παιδιά συμπεριφερόταν σαν μικρό παιδί
Πολύ συγκινεΐτο με τους ανθρώπους εκείνους πού βρίσκονταν στην κατάθλιψη, την στενοχώρια από υπαρξιακές αγωνίες, καί με αυτούς πού ασχολούνταν με την νοερά καρδιακή προσευχή, μέσα σε ένα κλίμα μετάνοιας. Επίσης συγκινεΐτο με τους νέους, τους αναρχικούς, τους πεινώντες καί διψώντες την δικαιοσύνη του Θεού, πού περνούσαν ό,τι-καί εκείνος πέρασε στην ζωή του. Στεκόταν απέναντι τους με σεβασμό καί αγάπη καί έκανε τα πάντα για να τους βοηθήσει.

Συζήτηση – εξομολόγηση
Αφιέρωνε ώρες για να συζητήσει διάφορα πνευματικά ζητήματα. Συνήθως είχε δύο τρόπους επικοινωνίας με τους ανθρώπους.
Ό ένας ήταν όταν ζητούσε κανείς να τον συναντήσει καί να συζητήσει μαζί του ένα σοβαρό θέμα πού τον απασχολούσε. Συνήθως, δεχόταν το αίτημα καί τον φώναζε, όποτε εύκαιρούσε.
Ή συνάντηση γινόταν στο μικρό γραφείο της Ιεράς Μονής. Πριν αρχίσει την συζήτηση καί ενώ ακόμη ήταν όρθιος έκανε προσευχή, εκφωνώντας αργά καί σταθερά το «Βασίλεύ ουράνιε…” για να ευλογηθεί αυτή ή συζήτηση.
Όταν ό συνομιλητής του ήθελε να εξομολογηθεί, ό Γέροντας έβαζε το πετραχήλι του με αργές κινήσεις, διάβαζε την σχετική ακολουθία με αργό ρυθμό καί στην συνέχεια, άφοϋ άκουγε την εξομολόγηση καί έλεγε έναν θεόπνευστο θεραπευτικό λόγο, όχι απλή συζήτηση, άλλ’ ό,τι αποκάλυπτε ό Θεός, τον πρώτο λόγο πού του φανέρωνε, διάβαζε την συγχωρητική ευχή αργά καί με κατάνυξη
Ό άλλος τρόπος της συζητήσεως ήταν ευκαιριακός. Ήταν ευκαιριακός για τον επισκέπτη, αλλά για τον Γέροντα μπορεί να ήταν καί προγραμματισμένος. Συναντούσε τον επισκέπτη σε κάποιο χώρο της Μονής καί του έλεγε: «πάμε μια βόλτα». “Ανοιγε την συζήτηση, καί φυσικά ό συνομιλητής, ευρισκόμενος μπροστά στον πατερικό, παρακλητικό καί γλυκύτατο λόγο πού έβγαινε από τα χείλη του, απόσταγμα πνευματικής πείρας, δεν τολμούσε να άντιμιλήσει, ούτε καν να ερωτήσει καί να συνεχίσει με τον δικό του λόγο την συζήτηση. Δεν τον απαγόρευε ό Γέροντας, άλλ’ ό λόγος του καθήλωνε τον συνομιλητή του. Σέ τέτοιους περιπάτους άκουσα λόγους του για την σχέση μεταξύ Θείας Λειτουργίας καί νοεράς προσευχής, το εύρος καί το πλάτος της μετάνοιας, την μνήμη του θανάτου, τον τρόπο βιώσεως της αυθεντικής εκκλησιαστικής ζωής, την ποιμαντική διακονία των εγγάμων, τίς οικογένειες, την παιδαγώγηση των νέων, για τίς διαφορές μεταξύ ακαδημαϊκών διδασκάλων καί αγίων Πατέρων, διάφορα θεολογικά θέματα κ.λπ.

Επισκέψεις
Ή ευαίσθητη καρδιά του προς όλο τον κόσμο τον έκανε να προσεύχεται για τους ανθρώπους πού κατοικούν σ’ όλη την γη. Κυρίως, προσευχόταν για τους ανθρώπους εκείνους πού είχαν μαζί του μια πνευματική επικοινωνία, πολύ περισσότερο όταν βρίσκονταν σε θλίψη ή ασκούνταν στην νοερά προσευχή ή είχαν διάθεση για μοναχική ζωή ή βρίσκονταν στο πνευματικό στάδιο της άρσεως της θείας Χάριτος. Συνεχώς ενδιαφερόταν γι’ αυτούς με πνευματική αρχοντιά.
Πολλές φορές έκανε επισκέψεις σε ανθρώπους πού του ζητούσαν την βοήθεια του, ή αντιλαμβανόταν ό ϊδιος ότι είχαν ανάγκη. Πήγαινε στα σπίτια των ανθρώπων για να τους πει κάποιο λόγο παρηγορητικό, επισκεπτόταν ασθενείς στα Νοσοκομεία, αλλά πήγαινε καί σε Κοινότητες πού αναζητούσαν να ζήσουν την πνευματική ζωή.

Αγάπη στην φύση
Αγαπούσε την φύση, το δημιούργημα του Θεού. Ήθελε να βλέπει περιποιημένο τον περιβάλλοντα χώρο της Μονής καί σεβόταν κάθε χορταράκι, αφού ήταν καρπός της δημιουργικής ενεργείας του Θεού.
Ήθελε να φυτεύονται δενδράκια στο Μοναστήρι. Ό ϊδιος εντόπιζε τον χώρο καί καθόριζε το είδος των δένδρων πού θα φυτεύονταν. Μια φορά βγήκε από το σπιτάκι του για να μας δει πού φυτεύαμε τα δενδράκια. Τόσο χάρηκε ώστε μας κάλεσε για να μας δώσει ένα αναψυκτικό.
Ό Γέροντας Σωφρόνιος ήταν μέγας ήσυχαστής, εμπειρικός θεολόγος αλλά καί στοργικός, τρυφερός Πνευματικός Πατέρας.
Όσοι τον γνώρισαν μπορούν να διαβεβαιώσουν για την σοφία, την απλότητα,την τρυφερότητα
καί την πληθωρική του αγάπη του αγάπη, ιδίως προς τους ανθρώπους πού αισθάνονταν την πτώχεια του πνεύματος τους.

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.Ιεροθέου
Από το βιβλίο ”Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ”

Πηγή: http://ahdoni.blogspot.com/2012/03/blog-post_1581.html
15 Μαρτίου, 2012 — vatopaidifriend4