Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Το άστρο της Βηθλεέμ Ο Αστέρας ως Υπερβατικό Φαινόμενο », 24 Δεκεμβρίου 2012


Η πλειονότητα των ορθοδόξων θεολόγων, επικεντρωνόμενοι στην ουσία της ευαγγελικής αφήγησης περί του αστέρος της Βηθλεέμ διατυπώνουν την άποψη ότι ο ευαγγελιστής Ματθαίος θέλησε να παρουσιάσει ένα γεγονός απόλυτα θαυματουργό και υπερφυσικό, το οποίο δεν είναι δυνατόν να συνταυτιστεί με ένα φυσικό φαινόμενο. Κοινή είναι η διαπίστωση ότι κανείς δεν μπορεί εύκολα να ξεπεράσει την υπερβατικότητα του φερόμενου ως «άστρου» της Γέννησης και να το εντάξει στους καθορισμένους αστρονομικούς νόμους οι οποίοι διέπουν την εμφάνιση ενός ουρανίου φαινομένου ή σώματος, έστω και εξαιρετικά σπάνιου. Ο ιερός Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μετά τις απόψεις τις οποίες διετύπωσαν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και ο Ωριγένης, έχοντας σπουδάσει την Αστρονομική επιστήμη στην Αθήνα, μελέτησε διεξοδικά το θέμα του άστρου της Βηθλεέμ. Η επιστημονική έρευνα με βάση τα ευαγγελικά στοιχεία τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το «άστρο της Βηθλεέμ» δεν ήταν κατ’ ουδένα τρόπο ένα αστρονομικό φαινόμενο (Ομιλία ΣΤ’ εις το κατά Ματθαίον, P. G. 57, 64-65). Το εμπνευσμένο κείμενο της άποψης του Ιερού Χρυσοστόμου παρατίθεται (μεταφρασμένο) αυτούσιο: «Διότι βεβαίως δεν ήταν αυτό ένα από τα πολλά άστρα, μάλλον δεν ήταν καν άστρο, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, αλλά κάποια αόρατη δύναμη που πήρε αυτήν τη μορφή. Έδινε την εντύπωση αυτή, πρώτον, από την πορεία του. Διότι δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο άστρο που να ακολουθεί αυτήν την οδό. αλλά κι αν ακόμα αναφέρεις τον Ήλιο ή τη Σελήνη, ή όλα τα άλλα άστρα, τα βλέπουμε να ακολουθούν πορεία από τα ανατολικά προς τα δυτικά. αυτό όμως κατευθυνόταν από βορρά προς νότο. Διότι αυτή είναι η θέση της Παλαιστίνης σε σχέση με την Περσική χώρα. 1. Του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας έν ημέραις Ήρώδου του βασιλέως, ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις ‘Ιεροσόλυμα 2. λέγοντες. που έστιν ο τεχθεις βασιλεύς τών Ιουδαίων; είδομεν γάρ αύτου τόν άστέρα έν τή άνατολή και ήλθομεν προσκυνησαι αύτω. 3. Άκουσας δέ Ήρώδης ο βασιλεύς έταράχθη… 7. Τότε Ήρώδης λάθρα καλέσας τούς μάγους ήκρίβωσε παρ’ αύτών τόν χρόνον τοϋ φαινομένου άστέρος, 8. και πέμψας αύτούς εις Βηθλεέμ είπε. πορευθέντες άκριβώς έξετάσατε περί τοϋ παιδίου, έπάν δέ εϋρητε, άπαγγείλατέ μοι, όπως κάγώ έλθών προσκυνήσω αύτω. 9. οι δέ άκούσαντες τοϋ βασιλέως έπορευθησαν. και ‘ιδού ο άστηρ ον είδον έν τή άνατολή προηγεν αύτούς, έως έλθών έστη έπάνω οϋ ήν τό παιδίον. 10. ‘ιδόντες δέ τόν άστέρα έχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα, 11. και έλθόντες εις την ο’ικίαν είδον τό παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αύτοϋ, και πεσόντες προσεκύνησαν αύτω… ΜΑΤΘΑΙΟΣ Β’, 1-11 Μιχαήλ Δαμασκηνού, Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Κέρκυρα). Δεύτερον, αυτό είναι δυνατόν να το αντιληφθεί κανείς και από το χρονικό διάστημα [ενν. της εμφάνισής του]. Δηλαδή δεν φαινόταν κατά τη νύχτα, αλλά μέρα μεσημέρι, ενώ έλαμπε ο Ήλιος. πράγμα το οποίο δεν είναι χαρακτηριστικό της δύναμης ενός άστρου, αλλά ούτε και της Σελήνης. αυτή λοιπόν που υπερέχει τόσο πολύ απ’ όλα τα άστρα, με την εμφάνιση του ηλιακού φωτός, αμέσως κρύβεται και εξαφανίζεται. Αυτό [ενν. το άστρο] δε με την υπερβολική δικιά του λαμπρότητα νίκησε ακόμη και τις ηλιακές ακτίνες, αφού αποδείχθηκε λαμπρότερο από εκείνες και έλαμψε πιο έντονα με τόσο φως. Τρίτον, από το γεγονός ότι εμφανιζόταν και κρυβόταν ξανά. Διότι στον δρόμο μεν προς την Παλαιστίνη φαινόταν ότι τους καθοδηγούσε [ενν. τους Μάγους]. όταν όμως έφτασαν στα Ιεροσόλυμα, κρύφτηκε. έπειτα πάλι όταν άφησαν τον Ηρώδη, αφού του εξήγησαν τον λόγο για τον οποίο ήρθαν και επρόκειτο να φύγουν, εμφανίστηκε ξανά. γεγονός το οποίο δεν έχει να κάνει με την κίνηση των άστρων, αλλά με κάποια έλλογη δύναμη. Ούτε βεβαίως είχε κάποια ιδιαίτερη πορεία, αλλά όταν έπρεπε να πορευτούν αυτοί τους καθοδηγούσε. όταν έπρεπε να σταματήσουν, στεκόταν, φροντίζοντας πάντα για ό,τι ήταν αναγκαίο. όπως ακριβώς και ο στύλος της νεφέλης που έστηνε και ξεσήκωνε το στρατόπεδο των Ιουδαίων, όταν χρειαζόταν. Τέταρτον, από τον τρόπο που έδειχνε θα μπορούσε να το αντιληφθεί κανείς αυτό ξεκάθαρα. Διότι δεν έδειχνε τον τόπο μένοντας επάνω. ούτε βέβαια ήταν δυνατόν σ’ αυτούς έτσι να το αντιληφθούν. αλλά το έκανε αυτό κατεβαίνοντας κάτω. Μάθετε λοιπόν ότι τόπο τόσο μικρό και όσον είναι φυσικό να κατέχει μια καλύβα, πολύ περισσότερο δε όσον τόπο είναι φυσικό να κατέχει το σώμα μικρού παιδιού, δεν ήταν δυνατόν και σε άστρο ακόμη να το γνωρίζει. Επειδή βεβαίως ήταν άπειρο το ύψος, δεν μπορούσε έτσι να επισημάνει τόπο στενό και να τον κάνει γνωστό σε όσους ήθελαν να τον δουν. Και αυτό μπορεί κανείς να το αντιληφθεί και από τη Σελήνη, η οποία αν και υπερτερεί τόσο από τα άστρα, σ’ όλους που κατοικούν στην οικουμένη, και που είναι διασκορπισμένοι σε τόσο μεγάλο γεωγραφικό πλάτος, σ’ όλους φαίνεται ότι είναι κοντά. Πώς λοιπόν το αστέρι, πες μου, έδειχνε τόπον τόσο στενό της φάτνης και της καλύβας, εάν δεν κατέβαινε κάτω, αφήνοντας το ύψος εκείνο, και δεν στεκόταν πάνω από το κεφάλι του παιδιού; Αυτό βεβαίως υπονοώντας και ο ευαγγελιστής έλεγε: “ιδού, το άστρο οδήγησε αυτούς, μέχρις ότου ήλθε και στάθηκε πάνω από το σημείο όπου ήταν το παιδί”». Κατά τον ιερό Χρυσόστομο το «άστρο» της Βηθλεέμ ήταν μια θεία και υπερφυσική δύναμη κατευθυνόμενη από τη βούληση του Θεού, η οποία υπό μορφήν «άστρου» οδήγησε αρχικά τους Μάγους στην Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια χάθηκε, και επανεμφανίστηκε για να τους οδηγήσει στη Βηθλεέμ και να τους υποδείξει την οικία στην οποία κατοικούσε ο μικρός Ιησούς. Επισημαίνεται, πολύ σωστά, ότι ο σκοπός της ευαγγελικής διήγησης είναι να αποκαλύψει στον άνθρωπο ηθικές αλήθειες και να του δείξει τη σχέση τους με το Θεό. Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, όμως, δεν αποτελεί επιστημονική πραγματεία. Δεν αποβλέπει στην ικανοποίηση της ανθρώπινης περιέργειας η οποία αναφέρεται στη φύση και στο περιεχόμενο του αισθητού σύμπαντος. Γι’ αυτό, συμπερασματικά, οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν ότι το υπερφυσικό αυτό γεγονός, που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, αποσκοπεί στο να επισημάνει και να εξάρει το μοναδικό, ανεπανάληπτο και παγκοσμίου σημασίας γεγονός της γέννησης του Μεσσία και σηματοδοτεί την έναρξη της λύσεως του δράματος του ανθρώπου και της σωτηρίας του. Αργότερα, την άποψη περί υπερβατικότητας του άστρου ενστερνίστηκε και ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως Αιγίνης, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ν. Κεφάλα (1903), ανέφερε ότι «ο αστήρ ούτος ήτο υπερφυσικό φαινόμενον, τεταγμένον να οδηγήσει τους μάγους εις προσκύνησιν του Ιησού… ήτο θεία δόξα και ουχί φυσικόν φαινόμενον». Στο βιβλίο του «Η ιστορική πορεία του Ιησού» (1991) ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Π. Πατρώνος σημειώνει ότι τα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης εξέλαβαν το «άστρο της Βηθλεέμ» ως ένα σημείο αποκαλυπτικό: «Και το “σημείον” του αστέρος είχε ως σκοπό να φανερώσει στο λαό του Ισραήλ και στα Έθνη, εκείνο ακριβώς που διά “οράματος” αποκάλυπταν οι Άγγελοι στους Ποιμένες την Αγία εκείνη νύχτα στη Βηθλεέμ. Ο αποκλειστικός, λοιπόν, αυτός “αστήρ” του Ιησού και το αποκαλυπτικό “σημείον” της Έλευσης στον κόσμο του Μεσσία Χριστού, επικεντρώνονται ουσιαστικά στον καθαρά “αποκαλυπτικό χώρο” της θείας Οικονομίας. Ένα “σημείο” ήταν κι αυτό, καθώς και τόσα άλλα “σημεία” συνέβησαν στη συνέχεια, που αποκαλύπτουν το καθένα και μια νέα πλευρά του μυστηρίου του προσώπου του Ιησού Χριστού. Και όλα αυτά μαζί συνθέτουν βασικά στοιχεία της ιστορίας της Καινής Διαθήκης. Και τούτο υπογραμμίζεται εδώ γιατί το κέντρο βάρους για την εποχή εκείνη και για κάθε εποχή, με αφορμή τον “αστέρα της Βηθλεέμ”, δεν βρίσκεται στην εξωτερική μορφή ή στους “τρόπους” εκδήλωσης της αποκάλυψης, αλλά στο εσωτερικό μήνυμα που προσκομίζει το κάθε “σημείο” προς τον κόσμο των ανθρώπων. Το ερώτημα που τέθηκε και τίθεται διά μέσου όλων των αιώνων είναι: το συγκεκριμένο αυτό “σημείο” ή οποιοδήποτε άλλο “σημείο”, ποιον τελικά κόσμο εκπροσωπεί; Ο ερχόμενος εκφράζει κάποια νέα μορφή κοσμικής εξουσίας ή έρχεται να “υλοποιήσει” και ολοκληρώσει με την παρουσία του και το έργο του το σωτηριολογικό σχέδιο της θείας Οικονομίας; Ο “ερχόμενος” και “τεχθείς εν φάτνη” δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί ως “άρχων” του κόσμου τούτου και ως Καίσαρας, αλλά ως Χριστός Κυρίου και “άρχων ειρήνης”. Και η ειρήνη η δική του θα λειτουργήσει σωτηριολογικά και θα επιβληθεί στον κόσμο όλο, ξεκινώντας από μίαν άσημη πόλη της Βηθλεέμ και από την ασημαντότητα της γέννησης ενός Βρέφους μέσα στη φάτνη». Επιστήμες / Αστρονομία - Αστροφυσική - Διάστημα Δρ. Βάλια Λύρατζη (Ίδρυμα Ευγενίδου) Πηγή: Ευγενίδειο Ίδρυμα Φωτ.: NASA

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Φιλάνθρωπη νομοθεσία στο «Βυζάντιο»


Οι «δυνατοί» και οι «πένητες»
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Καταναλωτική κοινωνία και καπιταλισμός συνδέονται με την προσπάθεια συσσώρευσης πλούτου και υλικών αγαθών, αλλά και ατομικής ευημερίας. Όταν, όμως, μερικοί επιτυγχάνουν να συγκεντρώσουν πολλά υλικά αγαθά, αυτό σημαίνει ότι κάποιοι άλλοι τα στερούναι. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται η κοινωνική αδικία, οι άνθρωποι χωρίζονται σε πλούσιους και πτωχούς. Βέβαια, το «πνεύμα του καταναλωτισμού», ως επιθυμία, επίδειξη και απόλαυση, συνδέεται με όλες τις κοινωνικές τάξεις των ανθρώπων. Θα δούμε στην συνέχεια πως η Ρωμαϊκή Χριστιανική Αυτοκρατορία (Βυζάντιο) αντιμετώπιζε τα προβλήματα που ανέκυπταν από την κοινωνική αδικία. Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη, το λεγόμενο Βυζάντιο, διακρινόταν για την φιλανθρωπία της, γι’ αυτό άντεξε χίλια χρόνια και πολλοί μελετητές σπουδάζουν την ζωή και τον πολιτισμό, αλλά και την όλη εσωτερική και εξωτερική πολιτική την οποία εξασκούσαν οι Αυτοκράτορες. Όλα τα κοινωνικά θέματα και γενικότερα η πολιτική της είχαν εμποτισθή από την Χριστιανική διδασκαλία. Βέβαια, και εκεί γίνονταν διάφορα λάθη, αφού η αμαρτία δεν απουσιάζει από τους ανθρώπους και τις κοινωνίες, αλλά είχαν έναν ορθό προσανατολισμό. Αυτό φαίνεται και από το πως προσπαθούσαν οι Ρωμαίοι-Βυζαντινοί να επιλύσουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα. Ο Στήβεν Ράνσιμαν στο βιβλίο του «Βυζαντινός πολιτισμός» αναφέρει πολλές πληροφορίες για την ζωή των κατοίκων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς. Ως προς τον τρόπο της δοίκησης γράφει ότι «τα ιδεώδη της βυζαντινής διοίκησης θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε σοσιαλιστικά. Όλοι έπρεπε να είναι καλοί πολίτες του κράτους». Όμως, η τάξη της αριστοκρατίας των μεγάλων γαιοκτημόνων δεν μπορούσε να προσαρμοσθή με τον τρόπο αυτόν της διοίκησης. Κυρίως από τον 9ο αιώνα παρατηρήθηκε μεγάλη αναστάτωση από διαφόρους λόγους, ώστε μεγάλωσε η τάση των αριστοκρατών να αυξήσουν την ιδιοκτησία τους και οι μικροί ελεύθεροι αγρότες εξαγοράζονταν και γίνονταν δουλαπάροικοι. Στην βυζαντινή κοινωνία διακρίνονταν δύο τάξεις, οι «δυνατοί» και οι «πένητες». Γράφει ο Ράνσιμαν: «Η διοίκηση έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στους πλουσίους –τους δυνατούς- και τους φτωχούς -τους πένητες- και γενικά προσπαθούσε να περιορίσει τους αριστοκράτες σε καθήκοντα μόνο στρατιωτικά, διατηρώντας τις πολιτικές υπηρεσίες δημοκρατικές και ελεύθερες. Όλο τον 10ο αιώνα η κυριότερη ασχολία των αυτοκρατόρων ήταν να θεσπίζουν νόμους προσπαθώντας να περιορίσουν τη δυνατότητα των αρχόντων να αγοράζουν γη των φτωχών». Πρόκειται για την ίδια νοοτροπία που παρατηρούμε σήμερα, που ανοίγει η ψαλίδα μεταξύ των πλουσίων και των μεσαίων η μεταξύ των μικρομεσαίων και των πτωχών. Στην εποχή μας παρατηρείται το φαινόμενο ότι όλο και περισσότερο διευκολύνονται οι πλούσιοι παρά ενισχύονται οι πτωχοί. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο ενεργούσαν οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και στον τομέα αυτόν είναι πολύ χαρακτηριστικός και αξιοπρόσεκτος. Μια καλή ανάλυση αυτής της προσπάθειας των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, παρουσιάζεται ανάγλυφα από τον Ζέραρ Βάλτερ στο βιβλίο του «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών» (1081-1180). Γράφοντας για τις προνομιούχες τάξεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν οι ευγενείς, γράφει ότι στο Βυζάντιο οι ευγενείς ονομάζονταν Δυνατοί, οι οποίοι διακρίνονταν στους στρατιωτικούς και τους διοικητικούς υπαλλήλους. Οι διοικητικοί υπάλληλοι ήταν και γαιοκτήμονες που ασκούσαν διοίκηση στην Αυτοκρατορία και είχαν την τάση να αγοράζουν στις επαρχίες τους κομμάτια γης. Επίσης, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες επιδίωκαν να αποκτήσουν μια διοικητική θέση ώστε να έχουν αυτόν τον τιμητικό τίτλο. Έτσι, οι διοικητικοί υπάλληλοι ήταν συγχρόνως και γαιοκτήμονες, ασκούσαν, δηλαδή, διοίκηση και ήταν κάτοχοι εκτάσεων γης. Στις αρχές του 10ου αιώνος η περιουσία των Δυνατών είχε φθάσει στο απόγειό της και οι Αυτοκράτορες προσπαθούσαν να θέσουν φραγμούς στην επέκτασή τους. Ο Ρωμανός Α o Λεκαπηνός με Νεαρά (Νόμο) που εξέδωσε τον Απρίλιο του έτους 922 έβαλε στόχο να περιορίση την ιδιοποίηση της περιουσίας των πτωχών από τους Δυνατούς. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όποιος πτωχός ήθελε να πουλήση την περιουσία του, λόγω διαφόρων αναγκών που είχε, ώφειλε να προτείνη να την αγοράσουν πρώτα τα μέλη της οικογενείας του και έπειτα οι γείτονές του. Αν αυτοί δεν ήθελαν να αγοράσουν αυτήν την περιουσία τότε μπορούσαν να την πουλήσουν στους Δυνατούς. Αλλά δημιουργήθηκαν μεγάλες δυσκολίες στην εφαρμογή του νόμου και απεδείχθησαν οι αδυναμίες του, γιατί συγχρόνως επικρατούσε η μακροχρόνια μίσθωση, βάσει της οποίας ο Δυνατός εμίσθωνε το χωράφι του πτωχού και έπειτα παρεβίαζε τους όρους, οπότε τα δικαστήρια, στα οποία κατέφευγε ο εκμισθωτής υποστήριζαν τους Δυνατούς. Δηλαδή, εδώ παρατηρείται διαπλοκή μεταξύ πλουσίων και δικαστών. Εξ άλλου την περίοδο μεταξύ του 927-928 η αγροτική παραγωγή έπαθε μεγάλη ζημιά με αποτέλεσμα να μη μπορούν οι συγγενείς και οι γείτονες του πεινασμένου πωλητού να εκμεταλλευθούν τα πλεονεκτήματα του νόμου και έτσι οι Δυνατοί αγόρασαν την γη των πτωχών ανθρώπων σε μικρή τιμή, δίδοντάς τους τρόφιμα ως προκαταβολή. Λίγα χρόνια μετά, το 934, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, επειδή απέτυχε το προηγούμενο μέτρο, εξέδωσε άλλη Νεαρά με την οποία διέταζε τους Δυνατούς να επιστρέψουν, με ορισμένους όρους, τα κτήματα στους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι είχαν υποχρεωθή να τα πωλήσουν κάτω από την πίεση της ανάγκης. Η εισαγωγή της Νεαράς αυτής είναι συγκινητική: «Οι άνθρωποι πρέπει να καλλιεργούν την ψυχή τους, για να μοιάσουν με τον Δημιουργό. Όσοι παραγνωρίζουν αυτό το καθήκον, είναι μοιραίο να γίνουν σκλάβοι των παθών τους. Απ’ αυτό ξεπηδούν οι απειράριθμες αδικίες, απ’ αυτό η μεγάλη και αιώνια μιζέρια των φτωχών, οι ατελείωτοι βόγγοι τους, που η ηχώ τους αφυπνίζει τον Κύριο. Αν ο Θεός ξεσηκώνεται για να εκδικηθεί τους πόνους τους, πως εμείς μπορούμε να παραγνωρίζουμε τα παράπονά τους; Όταν ενεργούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν οδηγούμαστε από το μίσος η τον φθόνο εναντίον των Δυνατών, αλλά από την αγάπη μας για τους φτωχούς, από την πρόθεσή μας να τους προστατεύσουμε και από την επιθυμία μας να σώσουμε την αυτοκρατορία, γιατί αυτοί στους οποίους η Θεία Πρόνοια έδωσε δύναμη και πλούτο δεν φροντίζουν για τους φτωχούς, αλλά αντίθετα τους βλέπουν σαν λεία και δύσκολα συγκατατίθενται να μη τους αρπάξουν αμέσως τα κτήματά τους». Παρατηρώντας αυτήν την εισαγωγή στον νόμο για την βελτίωση της κοινωνικής αδικίας βλέπουμε την θεολογική υποδομή του. Αναφέρεται στα πάθη που επικρατούν στους ανθρώπους, όταν απομακρύνονται από τον Θεό, και τα οποία πάθη τους παρακινούν στην αύξηση της περιουσίας τους και την αδικία των πτωχών, αλλά και στο ότι η θέσπιση νόμων για την επικράτηση της κοινωνικής αδικίας γίνεται από αγάπη και κατά την Πρόνοια του Θεού και ακόμη για την σωτηρία της Αυτοκρατορίας. Έτσι, οι Αυτοκράτορες δεν κινούνταν από κάποιο ιδεολογικοκοινωνικό μοντέλο, αλλά από την θεολογία της Εκκλησίας. Αλλά και αυτός ο νόμος δε είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Στην συνέχεια, ο Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος «εξέδωσε έναν νόμο που πρόβλεπε την άμεση και χωρίς αποζημίωση επιστροφή όλων των κτημάτων, που είχαν αγοράσει οι Δυνατοί από τους μικροϊδιοκτήτες από την έναρξη της βασιλείας του». Όμως, είκοσι χρόνια μετά ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς εξέδωσε νόμο, ο οποίος επέτρεπε στους Δυνατούς να αγοράζουν κτήματα όχι από τους πτωχούς, αλλά από τους ιδιοκτήτες της δικής τους κοινωνικής τάξεως. Με αυτόν τον τρόπο προστάτευαν τους πτωχούς από την πίεση των Δυνατών. Ο Βασίλειος ο Β ακολούθησε την ίδια τακτική. «Κατάργησε την παραγραφή των σαράντα ετών, που ίσχυε για τις αιτήσεις επιστροφής των απαλλοτριωμένων γαιών, ύστερα από την πείνα του 927. Διέταξε, επίσης, την επιστροφή στους δυστυχισμένους πωλητές η στους απογόνους τους, όλων αυτών των κτημάτων, χωρίς οι Δυνατοί να μπορούν να χρησιμοποιήσουν ένδικα μέσα για την επιστροφή των χρημάτων που πήραν η για την είσπραξη αποζημιώσεως, αναφορικά με τις βελτιώσεις, που είχαν γίνει απ’ αυτούς. Και πρόσθετε: “Δεν δικαιούνται να πάρουν τίποτε πίσω. Θάπρεπε μάλλον να τιμωρηθούν”». Αυτά έκαναν τότε οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες για να περιορίσουν την απληστία των δυνατών-πλουσίων γαιοκτημόνων και να προστατεύσουν τους πτωχούς. Μακάρι αυτό να τεθή ως πρότυπο στους σύγχρονους ηγέτες των Κρατών, και κυρίως των λεγομένων Χριστιανικών Κρατών, ώστε να αντιμετωπίζουν τις κρίσιμες καταστάσεις που παρατηρούνται στην κοινωνία μας. Σήμερα, οι Δυνατοί είναι «οι έχοντες και κατέχοντες», όσοι διαθέτουν μεγάλη περιουσία και συνεχώς την αυξάνουν σε βάρος των αδυνάτων ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι σύγχρονοι υπεύθυνοι για την οικονομία μας δεν πρέπει απλώς να εφαρμόζουν οικονομικά συστήματα που ισχύουν σήμερα, αλλά να παραδειγματίζονται και από τους φιλάνθρωπους τρόπους με τους οποίους αντιμετώπιζαν οι πρόγονοί μας τα θέματα αυτά. Όπως είδαμε οι Νεαρές των Αυτοκρατόρων δεν ήταν προϊόντα κάποιου κοινωνικού συστήματος και κοινωνικής ιδεολογίας, π.χ. φιλελεύθερης η σοσιαλιστικής, αλλά καρποί και έκφραση της θεολογίας. Όταν κανείς επιλύη τα κοινωνικά ζητήματα μέσα από το πρίσμα της θεολογίας, τότε η αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι φιλάνθρωπη, αφού διατηρείται και η αγάπη και η ελευθερία.– 1 Δεκεμβρίου, 2012 — vatopaidifriend5